- παραβιωτικός
- -ή, -ό [παραβίωση]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραβίωση2. φρ. «παραβιωτικά δίδυμα»βιολ. τεχνητά σιαμαία δίδυμα που δημιουργούνται με τη χειρουργική συνένωση δύο ζώων για πειραματικούς σκοπούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.